- συμμέτρους
- σύμμετροςcommensurate withmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμμέτρους — συμμέτρους , σύμμετρος commensurate with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COTINUS — Graece κότινος, occurrit apud Plin. l. 16. c. 18. et oleastrum notat, e quo Olympionicis olim corona plectebatur. Nempe non ex quovis oleastro id fiebat, sed ex illa singulari tantum arbore, quae in hoc summâ curâ asservabatur, ut materiam… … Hofmann J. Lexicon universale
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
τετράκωλος — η, ο / τετράκωλος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα μέλη, τετραμελής 2. αυτός που αποτελείται από τέσσερα κώλα περιόδου 3. φρ. «τετράκωλος περίοδος» (αρχ. μετρ.) μετρική περίοδος που αποτελείται από τέσσερεις σύνθετους πόδες,… … Dictionary of Greek